ανεξάγνιστος

ανεξάγνιστος
-η, -ο
αυτός που δεν εξαγνίστηκε: Είναι ακόμη ανεξάγνιστος για όσα έκαμε στους γονείς του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεξάγνιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξαγνιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”